αρνούμαι επίμονα

αρνούμαι επίμονα
sich hartnäckig weigern

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εξαρνούμαι — ἐξαρνοῡμαι, έομαι (AM) (αποθ.) αρνούμαι επίμονα, διαψεύδω («οὔτοι τοῡτό γ ἐξαρνήσομαι», Ευρ.) μσν. απαρνούμαι κάποιον εντελώς («πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθε», Διγ. Ακρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνεξαρνούμαι — έομαι, Α απαρνούμαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαρνοῦμαι «αρνούμαι επίμονα, διαψεύδω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”